- τσιρτσιρίζω
- Νβλ. τσυτσυρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσυτσυρίζω — και τσιτσυρίζω και τσιτσιρίζω και τσιρτσιρίζω Ν 1. (για κρέας ή άλλη ουσία που καίγεται) παράγω συριστικό ήχο 2. μτφ. α) βασανίζω κάποιον αργά και επίμονα β) (για πουλί) τυτιβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσυρίζω, με επανάληψη τής αρκτικής συλλαβής] … Dictionary of Greek
τσιτσιρίζω — τσιτσίρισα, και τσιρτσιρίζω 1. αμτβ., βγάζω συριστικό ήχο (για κρέας που καίγεται ή λάδι ή βούτυρο που τηγανίζεται), τσιρίζω. 2. μτφ., βασανίζω κάποιον αργά, αλλά συνέχεια: Οι Γερμανοί τον τσιτσίρισαν στα κρατητήρια. 3. τερετίζω (για πουλιά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)